ΤΑ ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΗ "ΑΝ"
Σ’ ΑΛΛΟΥΣ “ανήκει” ο κόσμος όλος.
Τα πάντα είναι δικά τους.
Έχουν το χρήμα, τη δύναμη, την εξουσία - απαραιτήτως συνδυασμένα, ξεχωριστά είναι ανεπαρκή - να αποκτήσουν οτιδήποτε.
Κάποιοι πολέμησαν για να τ’ αποκτήσουν, σε κάποιους άλλους τα χάρισαν. Δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Σημασία έχει ότι τους ανήκουν και είναι ικανοποιημένοι γι’ αυτό.
Άλλοι πάλι αρέσκονται ν’ ανήκουν στον κόσμο. Δεν μπορούν να τον αγοράσουν, όμως τον οικειοποιούνται. Τελικά ίσως και να μπορούσαν να αποκτήσουν μέρος του. Δεν είναι όμως αυτό που θα τους ικανοποιούσε. Αρέσκονται στο να ανήκουν. αυτό τους ικανοποιεί.
Ένθεν κι ένθεν επικρατεί ικανοποίηση. Ικανοποίηση μόνο.
Για ευτυχία ούτε λόγος να γίνεται.
Γιατί ;
Πολύ απλά γιατί όπου κι αν υπάρχει αυτή, είναι κλεμμένη.
Στους μεν ανήκουν τα πάντα, οι δε ανήκουν παντού, η ευτυχία σε κανέναν.
Η ευτυχία ως έννοια είναι ανεξάρτητη. Δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος επειδή έχεις τα πάντα, η επειδή ζεις ανάμεσα απ’ όλους.
Εξαρτημένος είσαι.
Εξαρτημένος, από μάταια “ουτοποιήματα”!
Είσαι προσωρινά ευτυχισμένος.
Ώσπου κάποιος να “αγοράσει” εσένα, μαζί και την ευτυχία σου.
Ή κάποιος άλλος να σ’ απορρίψει από τον κόσμο του, από την ευτυχία του.
Αυτή που νόμιζες ότι είχες δικιά σου.
Κλεμμένη ήταν μάλλον…
Κι όμως ευτυχία υπάρχει. Πως είναι δυνατόν να κλέψεις, άλλωστε, κάτι το ανύπαρκτο ;
Που υπάρχει;
Μα στις ψυχές αυτών που ανήκουν στον κόσμο τους, αυτόν που εκείνοι επέλεξαν να τους ανήκει.
Επιλογή είναι η μαγική λέξη. Είναι η σπάνια λέξη.
Αλήθεια υπάρχει μεγαλύτερη αδικία από το να διεκδικούμε στη ζωή αυτό που θα ‘πρεπε να θεωρείται δεδομένο ;
Είναι τραγικό αλλά ο άνθρωπος κοινωνικοποιείται σε δομές που επιβραδύνουν την εξέλιξη του.
Αυτοκαταστρέφεται!
Ποιος γονιός ρώτα το παιδί του, τι χρώμα παπούτσια θα φορέσει, τι φαγητό θέλει να φάει ή ποια ξένη γλώσσα θέλει να μάθει – απλά πράγματα δηλαδή - χωρίς αυτό να το απαιτήσει ;
Ποιο σχολείο, παρέχει επιλογές κατεύθυνσης στους μαθητές του πριν από τη τελευταία τάξη;
Κανείς και κανένα.
Το αποτέλεσμα, σύνθετο.
Κατ’ αρχάς κάθε έφηβος νιώθει πως κάτι δεν πάει καλά.
Αρχίζει και αμφισβητεί.
Πάνω από όλους και από όλα, τον εαυτό του. Στην ουσία δεν είναι ο εαυτός του. Είναι αυτός που κάποιοι άλλοι όρισαν να είναι. Κι όλα αυτά, στη χρονική στιγμή - που ξανά άλλοι - όρισαν πως πρέπει να αποφασίσει για τη ζωή του και το μέλλον του.
Οι επιλογές του τότε (φαινομενικά) δυο: Άρνηση και περιθωριοποίηση ή αποδοχή και συμβιβασμός με την εικόνα του εαυτού του.
Υπάρχει και μια τρίτη:
Σταδιακή “μετάλλαξη” υπό το πρίσμα νοητού πρότυπου.
Αυτή η τακτική απαιτεί τεραστία φθορά και ψυχικό κόστος, όμως υπόσχεται λύτρωση από τα δεσμά ενός “πλαστού” εαυτού μας.
Ουσιαστικά ζεις στον κόσμο μιας “εικονικής πραγματικότητας” συμβιβασμένη με τα πρότυπα σου, παλεύοντας να την εξομοιώσεις στα πλαίσια της “απτής” πραγματικότητας.
Έχει ενδιαφέρον να μη σταθούμε εδώ. Όλα τα παραπάνω αποφέρουν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε κάθε τομέα της κοινωνικής μας ζωής.
Παραδοσιακά, η απόλαυση έπεται του μόχθου και του κόπου. Κίνητρο και βραβείο μαζί. Για να πάρουμε παγωτό στα πιτσιρίκια πρέπει να έχουν φάει πρώτα ότι ...σαχλαμάρα έχουμε βάλει στο μυαλό μας ότι “πρέπει” να φανέ !
Για να παίξουν, πρέπει να έχουν λύσει δεκάδες εξισώσεις πρώτα. Πολλές φορές είναι και β’ βαθμού ! Κι ο μπαμπάς τους για να τους αγοράσει παιχνίδια (αυτών και του εαυτού του) πρέπει να έχει δουλέψει σκληρά.
Αλλιώς παντομίμα, κρυφτό και κυνηγητό.
Λοιπόν ;
Για κίνητρα μιλάμε, ή μήπως για αντικίνητρα.
Διπλό το κακό:
Η απόλαυση υποσυνείδητα συνδυάζεται με τον πόνο. Πόσες φορές δεν έχουμε όλοι νιώσει τύψεις γιατί απολαύσαμε κάτι χωρίς να μοχθήσουμε πρωτίστως. Για να μην αναφέρω τις φορές που αρνηθήκαμε την απόλαυση, την πεμπτουσία της ζωής, από ένοχες για τους ίδιους λόγους.
Κι ύστερα, γιατί τώρα (παρ’ ωδή Μαρινέλλας) υπάρχει ύστερα, νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Άνθρωπος στερημένος απολαύσεων δεν αποδίδει όσο κι αν πιεστεί από παχυλές υποσχέσεις. Εμπειρικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η παραγωγικότητα επωφελείται των απολαβών και όχι αντίστροφα. Με αλλά λόγια πλήρωνε καλά τους “ανθρώπους” σου για να αποδώσουν και όχι όταν αποδώσουν.
Άρα όλα θα ήταν πολύ πιο όμορφα αν βιώναμε τις “υποχρεώσεις” μας κυριευμένοι από αίσθηση πληρότητας. Αν πρώτα παίζαμε και μετά διαβάζαμε ή αν εργαζόμασταν ικανοποιημένοι από την αμοιβή μας.
Ο άνθρωπος γεννιέται με γενναίες δόσεις υπευθυνότητας, ωριμότητας και δημιουργικότητας. Αν στη διαδρομή μπολιάζεται με τα δηλητηριώδη “αν” (“αν”ασφάλεια, “αν”ευθυνότητα, “αν”ωριμότητα, “αν”ισορροπία, “αν”αποφασιστικότητα κ.ο.κ.) είναι γιατί ο αερας που “αν”απνέει δεν “αν”ακυκλώνεται.
Όλα αυτά και πολλά περισσότερα ορίζει η Ψυχολογία. Αυτή μαζί με την Ιατρική αποτελούν τις σπουδαιότερες των επιστήμων για το ανθρώπινο γένος. Ορίζουν ψυχή και σώμα, την ανθρώπινη υπόσταση δηλαδή.
Κι όμως η ανισομερής κατανομή των ρόλων τους, όλους πολύ μας βλάπτει.
Κάθε νεογέννητο που έρχεται στη ζωή, είναι δεν είναι άρρωστο, περνάει απαραιτήτως από ιατρικές εξετάσεις.
Εμβολιάζεται. Υφίσταται προληπτική ιατρική. Κανείς δεν ντρέπεται γι’ αυτό.
Η Ψυχολογία όχι μόνο δεν εφαρμόζεται προληπτικά, συμβουλευτικά, αλλά κιόλας ασκείται “κοινωνική κριτική” σε εκείνους στους οποίους εφαρμόζεται θεραπευτικά.
Άραγε πόσο καλύτερα όλοι μας θα ζούσαμε, εάν παιδοψυχολόγοι αναλαμβάνανε την καθοδήγηση των μικρών παιδιών στο λαβύρινθο της ψυχούλας τους ;
Γιατί από τις πρώτες κιόλας τάξεις δεν υποβάλουν τα μαθητούδια, σε τεστ ανάλυσης της προσωπικότητας τους ;
Γιατί δεν ανακαλύπτουν κλίσεις, γιατί δεν παρέχουν επιλογές κατεύθυνσης πριν να είναι αργά ;
Μα πολύ απλά γιατί είναι σαφές πως το υπάρχον κοινωνικό σύστημα θα τρανταζόταν συθέμελα όταν θα απαρτιζόταν από άτομα με ανεπτυγμένη τη συναισθηματική τουςνοημοσύνη.
Άντ’ αυτής το «σοφά» διαρθρωμένο κοινωνικό πλέγμα φροντίζει να αναπτύσσει τη λογική νοημοσύνη των μελών του, πρώτη ύλη κάθε τεχνολογικής δραστηριότητας.
Με αυτόν τον τρόπο η ύλη: έννοια απτή, συγκεκριμένη, ορατή και μετρήσιμη κυριαρχεί του πνεύματος και του συναισθήματος: εννοιών αφηρημένων και απροσδιόριστων, άρα και πιο «επικίνδυνων».
Δι’ ότι κι εκείνοι ακόμα οι πόλεμοι που είχαν αίτια οικονομικά, με τόλμη και καρδιά κερδήθηκαν.
Και κάποιοι το ξέρουν αυτό καλά…
Νίκος Μυτιληναίος (Boston VII.99)